- οὐλοφόρος
- οὐλο-φόρος, Garben tragend, bringend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ουλοφόρος — οὐλοφόρος, ον (Α) αυτός που μεταφέρει δέματα σταχιών θερισμένου σιταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖλος (IV) «δεμάτι θερισμένου σιταριού» + φόρος*] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek